- ὑποπήγνυμι
- ὑποπήγνῡμι, in [voice] Pass.,A become hard or firm, of fledgelings, Ael. NA3.30; of chickens in the egg, ib.14.7.II fix below, Hero Aut. 23.1, 24.4, Ael.NA1.58.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπήγνυμι — Α 1. στερεοποιώ κάτι 2. μπήγω κάτι αποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek